τετρανωμένως

τετρανωμένως
Μ
επίρρ. με πλήρη καθαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετρανωμένος τού τρανῶ «ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετρανωμένως — τετρᾱνωμένως , τρανόω make clear perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”